Διάγνωση και Θεραπεία της Ανεξήγητης Υπογονιμότητας
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας παρατηρήθηκαν σημαντικές πρόοδοι όσον αφορά τη διάγνωση και τη θεραπεία των αναπαραγωγικών διαταραχών. Παρόλα αυτά η συνολική επίπτωση της υπογονιμότητας παρέμεινε σταθερή σε αντίθεση με τα ποσοστά επιτυχίας τα οποία έχουν παρουσιάσει βελτίωση με τη βοήθεια της ευρείας χρήσης των τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Αναλόγως του αιτίου που ευθύνεται για την υπογονιμότητα επιλέγονται και οι αντίστοιχες και κατάλληλες θεραπείες. Το ποσοστό των ζευγαριών που θα διαγνωσθούν με ανεξήγητη υπογονιμότητα κυμαίνεται μεταξύ 15-30%.
Ο ορισμός της υπογονιμότητας αφορά την ανικανότητα σύλληψης έπειτα από ένα χρόνο τακτικής και χωρίς προφυλάξεις σεξουαλικής επαφής. Συνήθως τα ζευγάρια αξιολογούνται για υπογονιμότητα με το πέρας αυτού του χρονικού διαστήματος, όμως εξαίρεση σε αυτό το κανόνα αποτελούν τα ζευγάρια προχωρημένης ηλικίας, δηλαδή άνω των 35 ετών, για τα οποία η αξιολόγηση ξεκινά με το πέρας έξι μηνών αποτυχημένης προσπάθειας σύλληψης.
Οι κατευθυντήριες γραμμές που ακολουθούνται για μια τυπική αξιολόγηση υπογονιμότητας σύμφωνα με την Επιτροπή Πρακτικής της Αμερικάνικης Εταιρείας για την Αναπαραγωγική Ιατρική (ASRM) περιλαμβάνουν την ανάλυση του σπέρματος, την αξιολόγηση της ωοθυλακιορρηξίας, την υστεροσαλπιγγογραφία και εφόσον ενδείκνυται εξετάσεις για τον έλεγχο αποθέματος των ωοθηκών αλλά και λαπαροσκόπηση. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία τα αποτελέσματα που θα επέλθουν θα κυμαίνονται στα φυσιολογικά πλαίσια, τότε αποδίδεται ο όρος της ανεξήγητης υπογονιμότητας.
Η υπογονιμότητα που αποδίδεται στον ανδρικό παράγοντα και είναι και η μόνη αιτία της υπογονιμότητας ανευρίσκεται περίπου στο 30% των υπογόνιμων ζευγαριών. Αξιολογείται ο σύντροφος με βάση το ιστορικό, την κλινική εξέταση και την ανάλυση του σπέρματος. Σημαντικά σημεία του ανδρικού ιστορικού αφορούν την ύπαρξη ή μη προηγούμενης πατρότητας, την ανεύρεση κρυψορχίας στο παρελθόν, τις τυχόν χειρουργικές επεμβάσεις, τη σεξουαλική δυσλειτουργία αλλά και την οποιαδήποτε λήψη φαρμάκων, χρήση καπνού, οινοπνεύματος ή και ναρκωτικών. Με την κλινική εξέταση καθίστατο εφικτό να ανιχνευθούν τυχόν ανωμαλίες των όρχεων, όπως η κιρσοκήλη ή η απουσία των αγγείων.
Σε μη φυσιολογικές τιμές της εξέτασης ανάλυσης σπέρματος, συστήνεται επανέλεγχος έπειτα από τουλάχιστον ένα μήνα από κάποιο εργαστήριο το οποίο να τηρεί τις οδηγίες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) και να διαθέτει πρόγραμμα ελέγχου ποιότητας που να εξασφαλίζει ακριβείς δοκιμές. Οι κατευθυντήριες γραμμές από την ΠΟΥ αφορούν στις τιμές αναφοράς του αριθμού, της μορφολογίας και της κινητικότητας σε ένα δείγμα σπέρματος. Σε επαναλαμβανόμενες μη φυσιολογικές τιμές της ανάλυσης σπέρματος μπορεί να συσταθεί εξέταση από ουρολόγο. Όσον αφορά τη θεραπεία που ακολουθείται στις περιπτώσεις της ανδρικής υπογονιμότητας, συμπεριλαμβανομένης και της αζωοσπερμίας, επέρχεται λύση του προβλήματος αυτού είτε με ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπέρματος (ICSI) είτε με εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF).
Η υπογονιμότητα που αποδίδεται σε ανωμαλίες της ωοθυλακιορρηξίας ανευρίσκεται σε ποσοστό περίπου 40% των υπογόνιμων γυναικών. Είναι συχνό οι διαταραχές της ωοθυλακικής λειτουργίας να εκδηλώνονται με διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, οπότε αυτό και διευκολύνει τη διάγνωσή τους μόνο με τη λήψη του ιστορικού. Βέβαια, αυτές οι ασθενείς θα πρέπει να διερευνηθούν και για υποκείμενες αιτίες, όπως σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, παθολογία θυρεοειδούς, υπερπρολακτιναιμία αλλά και διαταραχές του υποθαλάμου. Εκτός από το ιστορικό, άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της ωοθυλακιορρηξίας περιλαμβάνουν τις καταγραφές της θερμοκρασίας του σώματος, τα κιτ προγνωστικών ωορρηξίας ωχρινικής ορμόνης και τη βιοψία ενδομητρίου για την αξιολόγηση της ενδομήτριας ανάπτυξης.
Μία άλλη αξιολόγηση που γίνεται σε ζευγάρια που εμφανίζουν υπογονιμότητα αφορά το απόθεμα των ωοθηκών. Γυναίκες προχωρημένης ηλικίας ή με ιστορικό επέμβασης των ωοθηκών διατρέχουν κίνδυνο για μειωμένη λειτουργία ή μειωμένο απόθεμα ωοθηκών. Ο έλεγχος αποτελείται από μία ορμόνη διέγερσης των ωοθυλακίων, δοκιμή πρόκλησης με κιτρική κλομιφαίνη και υπερηχογραφική εκτίμηση των ωοθηκών. Σε παθολογικά ευρήματα υπάρχει συσχέτιση με μειωμένη απόκριση σε φάρμακα πρόκλησης ωοθυλακιορρηξίας και μείωση επιτυχίας γονιμοποίησης με εξωσωματική.
Η αξιολόγηση της μήτρας και των σαλπίγγων αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διερεύνησης της υπογονιμότητας. Αυτό επιτυγχάνεται με την υστεροσαλπιγγογραφία όπου γίνεται ακτινογραφική εκτίμηση της κοιλότητας της μήτρας και των σαλπίγγων έπειτα από έγχυση σκιαγραφικού. Έτσι καθίσταται δυνατό να ανιχνευθεί κάποια παθολογία που δύναται να υπάρχει.
Η διάγνωση της ανεξήγητης υπογονιμότητας τίθεται όταν υπάρχει αποτυχία εντοπισμού αιτίας ύστερα από τον προαναφερόμενο έλεγχο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η θεραπεία της να είναι εμπειρική εφόσον δεν αντιμετωπίζεται κάποιο αίτιο καθαυτό. Έτσι, οι κύριες θεραπείες που εφαρμόζονται περιλαμβάνουν αναμένουσα παρατήρηση με χρονομετρημένη επαφή και αλλαγές του τρόπου ζωής του ζευγαριού, πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας με κιτρική κλομιφαίνη και ενδομήτρια σπερματέγχυση (IUI) και εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Οι αλλαγές του τρόπου ζωής αφορούν κυρίως τη διακοπή του καπνίσματος, τη μείωση ή διακοπή κατανάλωσης καφεΐνης και οινοπνεύματος και τη διατροφή σε γυναίκες με μη φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος.
Η ενδομήτρια σπερματέγχυση (IUI) γίνεται με την τοποθέτηση του σπέρματος στη κοιλότητα της μήτρας στην περίοδο της ωοθυλακιορρηξίας, είτε σε φυσιολογική ωορρηξία είτε σε πρόκλησή της με φαρμακευτική αγωγή. Βέβαια, μελέτες αποδεικνύουν ότι τα ποσοστά επιτυχίας είναι υψηλότερα σε πρόκληση της ωορρηξίας και ενδομήτρια σπερματέγχυση από ότι σε φυσιολογική ωορρηξία.
Η ακριβότερη αλλά ταυτόχρονα και η πιο επιτυχημένη θεραπεία της ανεξήγητης υπογονιμότητας φαίνεται να είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Αν και η προσδοκώμενη διαχείριση συνδέεται με το χαμηλότερο κόστος, πολλές φορές αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμοποίησης. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να ακολουθείται από ζευγάρια με ανεξήγητη υπογονιμότητα τα οποία όμως να είναι νέα σε ηλικία ώστε το πρόβλημα της εξάντλησης των ωοθυλακίων να μην αποτελεί άμεση ανησυχία. Η εξωσωματική γονιμοποίηση καλό είναι να ακολουθείται σε αποτυχία των άλλων λιγότερο δαπανηρών μεθόδων ή ως πρώτη επιλογή σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.
Με λίγα λόγια, η βέλτιστη στρατηγική θεραπείας επέρχεται σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό αφού έχουν ληφθεί υπόψη τα μεμονωμένα χαρακτηριστικά των ασθενών, όπως η ηλικία, η αποτελεσματικότητα της εκάστοτε θεραπείας, το προφίλ παρενεργειών π.χ. η πολύδυμη κύηση, και το κόστος.
Diagnosis and Treatment of Unexplained Infertility
Obstetrics and Gynecology, 2008
Κλείστε Ηλεκτρονικό Ραντεβού αν σας απασχολεί σχετικό ζήτημα
H επικοινωνήστε με το ιατρείο μας για περισσότερες πληροφορίες